- σμίλινος
- -ίνη, -ον, Α1. αυτός που ενεργεί ως σμίλη2. φρ. «σμίλινος τροχίσκος» — χάπι που επενεργεί δραστικότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek